θυρωρός

θυρωρός
θῠρωρ-ός, Cypr. [full] θυραϝωρός dub. in Inscr.Cypr. 215H., [dialect] Ep. [full] θυραωρός (q.v.), , ἡ:—
A door-keeper, porter, Sapph.98, Hdt.1.120, A.Ch.565, Pl.Phlb.62c, Ev.Marc.13.34, BGU1061.10 (i A.D.), Luc.Vit.Auct.7, etc.:—also [full] θυρουρός PCair.Zen.292.76 (iii B.C.), PRyl.136.6 (i A.D.), IG3.1137 (ii A.D.), PFlor.71.380 (iv A.D.). (From θυρα-hoρϝος, cf. οὖρος, ἐρύω (B): connected with ὠρέω by Corn. ND1.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυρωρός — door keeper masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρωρός — ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός) ο φύλακας τής θύρας, τής εισόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α) ωρός < θύρα + ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β συνθετικό (< * Fορός, με σίγηση τού F και με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε ωρός, πυλ… …   Dictionary of Greek

  • θυρωρός — ο φύλακας της θύρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυρωροί — θυρωρός door keeper masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρωρούς — θυρωρός door keeper masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρωρέ — θυρωρός door keeper masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρωρῷ — θυρωρός door keeper masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρωρόν — θυρωρός door keeper masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρωρείο — το (ΑΜ θυρωρεῑον, Μ και θυρώριον) [θυρωρός] νεοελλ. ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου μσν. αρχ. το οίκημα τού θυρωρού, το δωμάτιο ή το… …   Dictionary of Greek

  • ДОМ —    • Domus.     I. Греческий дом.          Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… …   Реальный словарь классических древностей

  • двьрьникъ — ДВЬРЬНИК|Ъ (18), А с. Привратник: Иже еп(с)пъ. ли попъ. ли диаконъ ли ѹподиако||нъ. ли чьтьць. ли пѣвьць. ли двьрьникъ. женѣ ѡс҃щенѣ б҃ѹ примѣситисѩ [так!] да извьржетьсѩ. (θυρωρὀς) КЕ XII, 44–45; то же КВ к. XIV, 107–108; ˫Ако не подобаѥть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”